- ψυχογενετικός
- η , ό[ν] формирующий психику, душевный склад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχογενετικός — ή, ό, Ν [ψυχογένεση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ψυχογενετική βιολ. η μελέτη τής επίδρασης που ασκεί η γενετική σύνθεση ενός οργανισμού στη συμπεριφορά του, καθώς και τής αλληλεπίδρασης μεταξύ… … Dictionary of Greek